μιμολόγος — μῑμολόγος , μιμολόγος actor masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμολόγον — μῑμολόγον , μιμολόγος actor masc/fem acc sg μῑμολόγον , μιμολόγος actor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
μιμολογία — μιμολογία, ἡ (Α) [μιμολόγος] απαγγελία μίμων … Dictionary of Greek
μιμολογούμαι — μιμολογοῡμαι, έομαι (Α) [μιμολόγος] απαγγέλλομαι όπως οι μίμοι … Dictionary of Greek
στιχολόγος — ὁ, Α αυτός που απαγγέλλει στίχους φορώντας κυρίως ελληνικό ένδυμα, μιμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + λόγος*] … Dictionary of Greek
μιμολόγοι — μῑμολόγοι , μιμολόγος actor masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμολόγοις — μῑμολόγοις , μιμολόγος actor masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμολόγου — μῑμολόγου , μιμολόγος actor masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)