μιμολόγος

μιμολόγος
μιμολόγος, ὁ (ΑΜ)
ηθοποιός που παίζει μίμους
αρχ.
1. ο συνθέτης μίμων
2. ως επίθ. μιμολόγος, -ον
αυτός που μιμείται τη φωνή τού ανθρώπου ή κάτι άλλο, αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη φωνή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιμολόγος — μῑμολόγος , μιμολόγος actor masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμολόγον — μῑμολόγον , μιμολόγος actor masc/fem acc sg μῑμολόγον , μιμολόγος actor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • μιμολογία — μιμολογία, ἡ (Α) [μιμολόγος] απαγγελία μίμων …   Dictionary of Greek

  • μιμολογούμαι — μιμολογοῡμαι, έομαι (Α) [μιμολόγος] απαγγέλλομαι όπως οι μίμοι …   Dictionary of Greek

  • στιχολόγος — ὁ, Α αυτός που απαγγέλλει στίχους φορώντας κυρίως ελληνικό ένδυμα, μιμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • μιμολόγοι — μῑμολόγοι , μιμολόγος actor masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμολόγοις — μῑμολόγοις , μιμολόγος actor masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμολόγου — μῑμολόγου , μιμολόγος actor masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”